- παιδουργία
- παιδουργ-ία, ἡ,A = παιδοποιία, Pl.Lg.775c.II = γυνὴ παιδοποιός (abstract for concrete), a mother, S.OT1248.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδουργία — παιδουργίᾱ , παιδουργία a mother fem nom/voc/acc dual παιδουργίᾱ , παιδουργία a mother fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδουργία — παιδουργία, ἡ (Α) [παιδουργός] 1. η γέννηση παιδιών, η τεκνοποιία 2. η μητέρα, η γυναίκα που γέννησε παιδιά … Dictionary of Greek
παιδουργίας — παιδουργίᾱς , παιδουργία a mother fem acc pl παιδουργίᾱς , παιδουργία a mother fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδουργίαν — παιδουργίᾱν , παιδουργία a mother fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδουργίαις — παιδουργία a mother fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՄԱՆԿԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0204 Chronological Sequence: Unknown date գ. παιδουργία liberorum procreatio. Զաւակագործութիւն. որդեծնութիւն. *Պարտ է ոչ մարմնոցն լքելով ʼի ձեռն մանկագործութեանն, այլ ʼի հանդարտ մասին (այսինքն վիճակի) բաղկանալով այնմ որ բուսանելոցն է.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)